κοκκίνισμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι κόκκινο. 2. το ξεροψήσιμο, το τσιγάρισμα του κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… … Dictionary of Greek
αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ … Dictionary of Greek
ενερευθής — ἐνερευθής, ές (Α) [έρευθος] 1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός 2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.) … Dictionary of Greek
ερυθρίαση — η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) [ερυθριώ] το κοκκίνισμα τού προσώπου (και γενικά τού δέρματος) κυρίως από ντροπή … Dictionary of Greek
ερυθροποδισμός — ο δυστροφία ορισμένων ζώων που συνοδεύεται από κοκκίνισμα τών άκρων … Dictionary of Greek
κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… … Dictionary of Greek
κοκκινιστός — ή, ό 1. (ιδίως για κρέας) αυτός που παρασκευάστηκε με κοκκίνισμα, καβουρδιστός, τσιγαριστός 2. ο μαγειρεμένος με ντομάτα («κοκκινιστό πιλάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίζω, με τη σημ. «τσιγαρίζω»] … Dictionary of Greek
ξεροκοκκίνισμα — το [ξεροκοκκινίζω] το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς … Dictionary of Greek
συναισθηματικότητα — Η ιδιότητα εκείνων που έχουν χαρακτήρα ικανό να δέχεται συναισθήματα και συγκινήσεις. Πολλές ανθρώπινες πράξεις, που μπορεί να φαίνονται απόλυτα λογικές, έχουν ωστόσο συναισθηματικά αίτια: κάθε πράγμα έχει έναν δικό του χαρακτήρα, που εκδηλώνεται … Dictionary of Greek